- συναγώνισμα
- συνᾰγών-ισμα, ατος, τό,A succour in a contest: generally, succour, support,
πρός τι Plb.10.43.2
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρός τι Plb.10.43.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συναγώνισμα — succour in a contest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναγώνισμα — τὸ, Α [συναγωνίζομαι] 1. βοήθεια, σύμπραξη σε αγώνα 2. υποστήριξη … Dictionary of Greek
συναγωνισμάτων — συναγώνισμα succour in a contest neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)